Ζοζέ Σαραμάγκου – Περί τυφλότητας

Ζοζέ Σαραμάγκου: Περί τυφλότητας

Ζοζέ ντε Σόζα Σαραμάγκου (16 Νοεμβρίου 1922 – 18 Ιουνίου 2010), γεννήθηκε στο χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, από γονείς φτωχούς ακτήμονες αγρότες. Το «Σαραμάγκου» ήταν το παρατσούκλι της οικογένειας ντε Σούχα, από ένα είδος ραφανίδας (ραπανάκι) που έτρωγαν οι φτωχοί, και γράφτηκε στη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του.  Αναγκάστηκε από πολύ μικρή ηλικία να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί ως μηχανικός αυτοκινήτων και ως δημοσιογράφος προτού αφιερωθεί πλήρως στη λογοτεχνία στα 50 του χρόνια, όντας ουσιαστικά αυτοδίδακτος ως συγγραφέας.

Συγγραφέας 30 τουλάχιστον βιβλίων με παγκόσμια απήχηση και υπερασπιστής του πολιτισμού και των γραμμάτων, τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998 για το μυθιστορηματικό του έργο, που συνδυάζει το μύθο, την αλληγορία, την Ιστορία και τη σουρεαλιστική φαντασία.

Συμφωνα με την Σουηδική Ακαδημία, ο Σαραμάγκου «με τις φανταστικές αλληγορίες, με συναίσθημα και ειρωνεία, κάνει πάντα κατανοητό το μέρος της πραγματικότητας που μας διαφεύγει».

Ο ίδιος θεωρούσε ότι το βασικό θέμα στα μυθιστορήματά του ήταν «η δυνατότητα του αδύνατου, τα όνειρα και οι ψευδαισθήσεις».

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Λανθαρότε των Κανάριων Νήσων λόγω της απόφασης της πορτογαλικής κυβέρνησης να αποσύρει την υποψηφιότητα του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας λόγω του βιβλίου του (Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο) που θεωρήθηκε από την πορτογαλική κυβέρνηση ως βλάσφημο.

Γιατί τυφλωθήκαμε, Δεν ξέρω, ίσως μια μέρα να καταφέρουμε να μάθουμε το λόγο. Θέλεις να σου πω αυτό που νομίζω, Λέγε, Νομίζω ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί. Τυφλοί άνθρωποι που μπορούν να δουν. Τυφλοί άνθρωποι που μπορούν να δουν, αλλά δε βλέπουν.

 «Αν μπορείς να κοιτάξεις, δες! Αν μπορείς να δεις, παρατήρησε!»

Πότε μία κοινωνία βυθίζεται στο σκοτάδι της τυφλότητας και αδυνατεί να αντικρίσει τον κόσμο γύρω της και τον ίδιο της τον εαυτό? Πότε ένας άνθρωπος σταματάει να βλέπει τον άλλο ως άνθρωπο και οδηγείται στο σκοτάδι του κόσμου των ενστίκτων της επιβίωσης και της εσωτερικής απομόνωσης και αλλοτρίωσης;

Στο έργο του «Περί Τυφλότητας», σε ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει να διαπεράσει τα όρια της λογοτεχνίας του φανταστικού αναγόμενο σε φιλοσοφική πραγματεία και σε ενδελεχή υπαρξιακή διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και των κοινωνικών συμπεριφορών και σχέσεων εξουσίας, μια ολόκληρη κοινωνία οδηγείται σταδιακά στο σκοτάδι της τυφλότητας όταν ένας οδηγός περιμένοντας μέσα στο αμάξι του ένα φανάρι να ανάψει πράσινο χάνει ξαφνικά την όρασή του και ο ιός αρχίζει να μεταδίδεται πολύ γρήγορα σε όλη την πόλη. Άμεσα ξεσπά επιδημία και οι ασθενείς μεταφέρονται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο με εντολή της κυβέρνησης, ενώ τα κρούσματα συνεχίζουν διαρκώς να αυξάνονται. Ο στρατός που φυλάει το παλιό νοσοκομείο πυροβολεί όποιον προσπαθώντας να ξεφύγει από τις αυστηρές συνθήκες επιτήρησης φτάνει στην έξοδο. Εντός των ορίων του κτιρίου, όσο πληθαίνουν οι τυφλοί, διαδραματίζονται παιχνίδια εξουσίας, υποταγής και χειραγώγησης.

Μπορούν οι τυφλοί να ξεφύγουν από μια μοίρα εγκλωβισμού, εσωτερικής απομόνωσης και ταυτόχρονα επίμονου και σκληρού αγώνα επιβίωσης που τους οδηγεί σταδιακά να χάνουν την ανθρώπινη ιδιότητα τους;

Το «Περί τυφλότητας» μέσα από τη μέθοδο της πολιτικής αλληγορίας καταφέρνει να διεισδύσει βαθιά μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό και να αναδείξει τη βαθύτερη αδυναμία του ανθρώπου να αντικρίσει τον κόσμο γύρω του και να αποδώσει πραγματική αξία ως συνθήκη επιβίωσης στην ανθρώπινη επικοινωνία και συνεργασία σε έναν κόσμο που εγκλωβίζεται σε συνθήκες αυστηρής κυβερνητικής επιτήρησης και ενός σκληρού αγώνα επιβίωσης που καταφέρνει να στρέψει τον ένα εναντίον του άλλου σε μια διαρκή προσπάθεια εκμετάλλευσης και χειραγώγησης.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου στην ομιλία του για την απονομή του βραβείου νομπέλ λογοτεχνίας θα πει: «με το Περί τυφλότητας ήθελα να θυμίσω σε όσους μπορεί να το διαβάσουν ότι διαστρέφουμε την ίδια την έννοια του ορθού λόγου όταν εξευτελίζουμε την ανθρώπινη ζωή, ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προσβάλλεται κάθε μέρα από τους ισχυρούς αυτού του κόσμου, ότι το παγκόσμιο ψέμα έχει αντικαταστήσει τις περισσότερες (και διαφορετικές) αλήθειες (που βιώνουν οι πολίτες στην καθημερινή τους ζωή), ότι ο άνθρωπος σταματάει να σέβεται τον ίδιο του τον εαυτό, όταν χάνει το σεβασμό των συνανθρώπων του.

Τότε σα να προσπαθούσα να εξορκίσω τα τέρατα που γεννούσε η τυφλότητα της λογικής, άρχισα να γράφω τις πιο απλές απ’ όλες τις ιστορίες: ένας άνθρωπος ψάχνει για έναν άλλο άνθρωπο συνειδητοποιώντας ότι στη ζωή δεν είναι τίποτα άλλο περισσότερο σημαντικό από την επικοινωνία με τον άλλο άνθρωπο».

Και είναι ακριβώς η στιγμή που ο άνθρωπος εγκλωβιζόμενος στον τεχνητό κόσμο των κίβδηλων και εφήμερων ιδανικών της λάμψης του ατομικού κέρδους και της ασφάλειας των βεβαιοτήτων που οι πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχοι προβάλλουν ως μοναδική αλήθεια χάνει την εικόνα του άλλου ανθρώπου και οδηγείται στο σκοτάδι της τύφλωσης. «Γιατί τυφλωθήκαμε, Δεν ξέρω, ίσως μια μέρα να καταφέρουμε να μάθουμε το λόγο. Θέλεις να σου πω αυτό που νομίζω, Λέγε, Νομίζω ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί. Τυφλοί άνθρωποι που μπορούν να δουν. Τυφλοί άνθρωποι που μπορούν να δουν, αλλά δε βλέπουν».        

Πηγές:

1)   https://www.sansimera.gr/biographies/1963

2) Κείμενο του Γιάννη Γεράσιμου που δημοσιεύθηκε στο Νόστιμον Ήμαρ – 24.3.2017)

Updated: 14/09/2021 — 22:10