Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Φάουστ

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Φάουστ

Ο Γκαίτε ξεκίνησε την συγγραφή του Φάουστ το 1772 και το ολοκλήρωσε 60 χρόνια αργότερα, το 1832, λίγο πριν τον θάνατό του. Πρόκειται για έργο ζωής, το οποίο συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα.

Η τραγωδία των 12.111 στίχων βασίζεται σε ιστορικό πρόσωπο. Ο πραγματικός δόκτορας Φάουστ ήταν διάσημος αλχημιστής που έζησε τον 16ο αιώνα, με τις ανησυχίες και το ερευνητικό πνεύμα της εποχής της Αναγέννησης. Είχε σπουδάσει θεολογία αλλά ζούσε έκλυτο βίο, περιφρονώντας την Αγία Γραφή. Ασχολούνταν με την μαγεία, την αστρολογία και την φαρμακοποιία, προσφέροντας βότανα για την θεραπεία ασθενών.

Με στοιχεία αρχαίας τραγωδίας και καυστικό χιούμορ, ο συγγραφέας μας αφηγείται την ιστορία του Φάουστ, ο οποίος κουράστηκε να ασχολείται με τις επιστήμες. Δεν βρίσκει νόημα, θέλει να ξεφύγει από την στείρα γνώση και να νιώσει την ζωή με όλες τις αισθήσεις.

Ο Μεφιστοφελής βάζει στοίχημα με τον Θεό, πως θα τον κάνει να πουλήσει την ψυχή του και το καταφέρνει. Ο Φάουστ κλείνει συμφωνία με τον Μεφιστοφελή, να του εξασφαλίσει τις ηδονές που στερήθηκε και όταν αυτό πραγματοποιηθεί, να πάρει την ψυχή του. Στόχος του Φάουστ, να γευτεί τον έρωτα με την 16χρονη Μαργαρίτα, χωρίς ηθικούς φραγμούς και εν γνώσει του επικείμενου τέλους.

Πραγματεύεται τον εσωτερικό διχασμό του Φάουστ. Την διττή προσωπικότητα του ανθρώπου που αμφισβητεί, που έρχεται αντιμέτωπος με την αιώνια πάλη αναζήτησης νοήματος και ευχαρίστησης. Στους διαλόγους του, πραγματεύεται και διαχρονικά θέματα, όπως η τέχνη, η ηλικία, η γνώση, η φύση…

Απόσπασμα από τον πρώτο μονόλογο του Φάουστ:

“Αχ! σπούδασα φιλοσοφία
και νομική και γιατρική,
και αλί μου και θεολογία
με κόπο και μ’ επιμονή·
και να με δω με τόσα φώτα,
εγώ μωρός, όσο και πρώτα!
Με λένε μάγιστρο, ακόμα δόκτορα,
και σέρνω δέκα χρόνια τώρα
από τη μύτη εδώ κι εκεί
τους μαθητές μου — και το βλέπω δεν μπορεί
κανένας κάτι να γνωρίζει!
Λες την καρδιά μου αυτό φλογίζει.
Ναι, πιότερα ξέρω παρά όλοι μαζί,
γιατροί, δικηγόροι, παπάδες, σοφοί·
δισταγμοί, υποψίες δε με ταράζουν,
κόλασες, διάολοι δε με τρομάζουν —
έτσι όμως κι η χαρά μού είναι φευγάτη,
δεν το φαντάζομαι πως ξέρω κάτι
καλό στον κόσμο να το διδάξω,
να τον φωτίσω, να τον αλλάξω.
Ούτ’ έχω δα καλά και πλούτο,
δόξα, τιμές στον κόσμο τούτο.
Μήτε σκυλί έτσι θα ‘θελα να ζει!
Γι’ αυτό έχω στη μαγεία παραδοθεί,
μήπως το πνεύμα το στόμα ανοίξει
κι η δύναμή του μη μου δείξει
κάποια μυστήρια, ώστε άλλο εδώ
να μην παιδεύουμαι να πω
ό,τι δεν ξέρω, να γνωρίσω τι
βαθιά τον κόσμο συγκρατεί,
κάθε αφορμή και σπόρο ν’ αντικρίσω
και κούφια λόγια πια να μην πουλήσω.
Να ‘βλεπες, φως του φεγγαριού,
τον πόνο μου στερνή φορά,
τις ώρες του μεσονυχτιού,
που εδώ σε πρόσμενα συχνά,
πώς σε βιβλία, χαρτιά σωρό
σύντροφο σ’ είχα θλιβερό:
Αχ! να μπορούσα στις ψηλές
μ’ εσέ ν’ ανέβαινα κορφές,
με στοιχειά στα σπήλαια να πετούσα,
στο θάμπος σου λιβάδια να γυρνώ,
κάθε γνώσης τινάζοντας καπνό
στο δρόσος σου να ξαρρωστούσα”!

Περισσότερα:

Updated: 06/02/2025 — 02:11