Ρέιμοντ Κάρβερ – «Ο Ελέφαντας»
Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Μεταίχμιο
Οι επτά ιστορίες του βιβλίου, βγαλμένες από τη ζωή. Διαφορετικά θέματα με κοινό παρανομαστή την αέναη πάλη του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό και οι δυσκολίες, κυρίως όμως η αποξένωση στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ήρωες εγκλωβισμένοι σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφορών και πράξεων.
Η γραφή λιτή και ρυθμική κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος. Θυμίζει θεατρικό έργο. Ο αναγνώστης νιώθει θεατής, βλέπει την πλοκή να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του. Κανείς δεν έχει δίκιο. Κανείς δεν φταίει περισσότερο. Οι βαθύτερες αιτίες των συγκρούσεων υπονοούνται και αφήνονται στην οπτική του αναγνώστη.
«Δουλειά του συγγραφέα, επομένως, είναι να θυμίζει όσα ασυνείδητα κρύβονται κάτω από την επιφάνεια, αφήνοντας τον αναγνώστη να ανακαλύψει ή να ακολουθήσει την πορεία.
Για τον ίδιο σημασία δεν έχει το ριζικό αλλά εκείνη ακριβώς η στιγμή και ο κρίσιμος λόγος που αρκούν για να αλλάξουν την πορεία μιας ζωής. Εξού και οι λέξεις του δεν καταλήγουν σε θεωρίες, είναι απτές και γήινες, έχουν σάρκα και οστά, καίνε όπως οι ήρωές του. Έχουν τη μουσική των πραγματικών διαλόγων, αφουγκράζονται τις απλές αντιδράσεις με τον ίδιο τρόπο που βυθομετρούν την ανθρώπινη ψυχή.
Εξάλλου, έβλεπε τους ήρωές του να βγαίνουν και να μπαίνουν, όπως ο ίδιος, στις καταστάσεις, προσπαθώντας να αναπνεύσουν, να πάρουν δύναμη και να συνεχίσουν, παρ’ ότι ήξεραν ότι είναι τυλιγμένοι από ανέφικτα όνειρα».
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/o-sarotikos-elefantas-toy-reimont-karber-sta-ellinika
Άνοιξα την πόρτα. Ξαφνικά –κι αυτό δεν μπορώ παρά να το περιγράψω όπως ακριβώς συνέβη – ένα άλογο ξεπρόβαλε μες στην ομίχλη. Και πιο πίσω, ενώ εγώ κοίταζα αποσβολωμένος, άλλο ένα. Τα άλογα έβοσκαν στην μπροστινή αυλή μας. Είδα τη γυναίκα μου πλάι στο ένα απ’ αυτά και τη φώναξα με τα’ όνομά της.
«Βγες έξω» είπε εκείνη. «Κοίτα! Έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα;»
Στεκόταν πλάι σ’ αυτό το μεγάλο άλογο και του χάιδευε τα πλευρά. Φορούσε τα καλά της ψηλοτάκουνα παπούτσια και καπέλο. (Είχα να τη δω με καπέλο από την κηδεία της μητέρας της, πριν από τρία χρόνια.) Ύστερα έκανε ένα βήμα μπροστά και ακούμπησε το πρόσωπό της στη χαίτη του αλόγου.
«Από πού ήρθες, μωρό μου τεράστιο;» του είπε. «Από πού ήρθες, καρδούλα μου;» Μετά, κι ενώ εγώ κοίταζα, άρχισε να κλαίει μες στη χαίτη του αλόγου.
«Έλα, ησύχασε» είπα κι άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά. Πλησίασα και χάιδεψα το άλογο, ύστερα άγγιξα τον ώμο της γυναίκας μου. Εκείνη τραβήχτηκε. Το άλογο χρεμέτισε, σήκωσε προς στιγμή το κεφάλι του, έπειτα συνέχισε να κορφολογεί και πάλι το γρασίδι. «Τι τρέχει;» είπα στη γυναίκα μου. «Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει εδώ πέρα, μου λες;»